- στίγματος
- στίγμαtattoo-markneut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ναυσιπλοΐα — Η πρακτική και η τεχνική του πλου. Διακρίνεται σε θαλάσσια ν. και σε ν. κλειστών υδάτων: η πρώτη περιλαμβάνει την ποντοπλοΐα, που εκτείνεται σε όλες τις θάλασσες και τους ωκεανούς, και την ακτοπλοΐα, που περιορίζεται στις κλειστές θάλασσες και… … Dictionary of Greek
Стигматы — У этого термина существуют и другие значения, см. Стигмы. У этого термина существуют и другие значения, см. Стигматы (фильм) … Википедия
Стигма́ты — (греч. στίγματος, «знаки, меты, язвы, раны») болезненные кровоточащие раны, открывающиеся на теле некоторых глубоко религиозных людей и соответствующие ранам распятого Христа. Впервые стигматы появились у святого Франциска Ассизского в 1224 г. У… … Католическая энциклопедия
αυτεπικονίαση — η βιολ. η επικονίαση του στίγματος ενός άνθους από γύρη που παράγεται από το ίδιο άνθος ή από άλλο άνθος του ίδιου ατόμου … Dictionary of Greek
λοξοδρομία — Εκτροπή από την ευθεία πορεία· μεταφορικά, έχει την έννοια της παρεκτροπής. Ο όρος λ. χρησιμοποιείται ιδιαίτερα από τους ναυτικούς και πρόκειται για την τεθλασμένη γραμμή πορείας των ιστιοφόρων, αλλά και για την πλεύση κατά τον μέγιστο κύκλο της… … Dictionary of Greek
λοξοδρομικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη λοξοδρομία ή αυτός που γίνεται κατά τη λοξοδρομία 2. φρ. α) «λοξοδρομική απόσταση» το μήκος τού τόξου λοξοδρομίας εκφρασμένο σε ναυτικά μίλια β) «λοξοδρομική πλεύση» η πλεύση κατά την οποία η πυξίδα… … Dictionary of Greek
ραδιοφάρος — Επίγειος ραδιοπομπός, του οποίου η γεωγραφική θέση και τα χαρακτηριστικά σήματα που εκπέμπει είναι γνωστά ώστε πλοία ή αεροπλάνα να μπορούν, με τη λήψη των σημάτων αυτών, να καθοδηγηθούν στην περαιτέρω πορεία τους. Ο ρ. είναι ιδιαίτερα χρήσιμος… … Dictionary of Greek
ρυγχίο — το / ῥυγχίον, ΝΜΑ [ῥύγχος] νεοελλ. ένας από τους τρεις λοβούς τού στίγματος τών στημόνων τών ορχεοειδών μσν. αρχ. μικρό ρύγχος … Dictionary of Greek
στιγμόμετρο — το, Ν 1. ρολόγι ακριβείας, εφοδιασμένο με δείκτη δευτερολέπτων και τών κλασμάτων τους, το οποίο μπορεί να τεθεί σε κίνηση και να σταματήσει ακαριαία με την πίεση ενός κουμπιού, χρησιμοποιούμενο για πολύ ακριβείς μετρήσεις χρόνου 2. (γραφ. τεχν.)… … Dictionary of Greek
συμπλάτος — το, Ν αστρον. το συμπλήρωμα τού γεωγραφικού πλάτους ενός τόπου ή στίγματος πλοίου, δηλαδή η γωνία η οποία πρέπει να προστεθεί στη γωνία πλάτους για να ισούται το άθροισμα με 90°. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + πλάτος] … Dictionary of Greek